κατιλίκι

κατιλίκι
κατιλίκι, το (Μ)
το αξίωμα και η περιοχή δικαιοδοσίας ενός κατή*, ιεροδικαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kadilik].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”